ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ
Της Ασφαλιστικής εταιρείας Lev Ins ΑΕ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ
- ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1.1. Ο παρόν Εσωτερικός Κανονισμός ρυθμίζει τη δραστηριότητα διακανονισμού απαιτήσεων βάσει ασφαλιστηρίων συμβολαίων.
1.2. Οι κανόνες δεν εφαρμόζονται στον διακανονισμό ασφαλιστικών απαιτήσεων μεγάλου κινδύνου.
- ΥΠΟΧΡΈΩΣΗ ΕΙΔΟΠΟΊΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΉ ΣΕ ΠΕΡΊΠΤΩΣΗ ΕΠΈΛΕΥΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΊΠΤΩΣΗΣ
2.1. Ο Ασφαλισμένος υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον Ασφαλιστή την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης εντός της προθεσμίας που ορίζεται στους Γενικούς Όρους του αντίστοιχου τύπου ασφάλισης την ημέρα που έλαβε γνώση της επέλευσης της περίπτωσης, ήτοι:
- Ασφάλιση «Casco» – 24 ώρες σε περίπτωση «Κλοπής» ή «Ληστείας» του αυτοκινήτου, 72 ώρες σε περίπτωση «Πυρκαγιάς» του οχήματος, και για άλλα ασφαλιστικά γεγονότα – το αργότερο εντός 5 /πέντε/ εργάσιμων ημερών,
- Υποχρεωτική ασφάλιση «Αστικής ευθύνης» αυτοκινητιστών – 7 ημέρες από τη στιγμή που θα λάβει γνώση των περιστάσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αστική ευθύνη ή των απαιτήσεων ή των πληρωμών που έγιναν. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει για τους τρίτους ζημιωμένους.
- Ασφάλιση «Περιουσίας» – 24 ώρες μετά την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης σύμφωνα με τις ρήτρες “Κ1” – Διάρρηξη ή/και “Κ2” – Ληστεία και εντός 3 ημερών για όλους τους υπόλοιπους κινδύνους.
- Ασφάλιση «Φορτίου» – 3 ημέρες,
- Ασφάλιση «Ατυχήματος» – 7 ημέρες,
- Ασφάλιση «Ιατρικών εξόδων στο εξωτερικό» – το αργότερο 7 ημέρες μετά την επιστροφή στη Βουλγαρία (εάν δεν χρησιμοποιηθεί υπηρεσία βοήθειας /assistance/)- Αμέσως, στους αριθμούς τηλεφώνου που αναφέρονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, πρέπει να ειδοποιείται η εταιρεία παροχής βοήθειας όταν χρησιμοποιείται υπηρεσία βοήθειας,
- Ασφάλιση «Γενικής Αστικής Ευθύνης» – Ο Ασφαλισμένος οφείλει να ειδοποιήσει τον Ασφαλιστή για την επέλευση συμβάντος που μπορεί να οδηγήσει σε πιθανή απαίτηση αποζημίωσης από τρίτους εντός 7 ημερολογιακών ημερών από τότε που έλαβε γνώση. Ο Ασφαλισμένος οφείλει εντός 7 (επτά) ημερών να γνωστοποιήσει στον Ασφαλιστή τυχόν αξιώσεις του ζημιωθέντος εναντίον του.
- Ασφάλιση «Διάφορες οικονομικές ζημίες», ασφάλιση «Πιστώσεων» και «Εγγυήσεων» – έως 7 ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση (λήξη του προγράμματος αποπληρωμής και μη πληρωμή από τον οφειλέτη + συμβατική περίοδος αναμονής),
- Ασφάλιση γεωργικών καλλιεργειών – έως 5 ημέρες,
- Ασφάλιση ζωικού κεφαλαίου – έως 3 ημέρες,
2.2. Ο ασφαλιστής έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή, εάν ο ασφαλισμένος δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εντός των προθεσμιών που αναφέρονται στο σημείο 2.1, με σκοπό να παρεμποδιστεί η εξακρίβωση των συνθηκών κάτω από τις οποίες συνέβη το συμβάν ή/και του ύψους της ζημίας, ή εάν η παράλειψη συμμόρφωσης έχει καταστήσει αδύνατη την εξακρίβωσή τους από τον ασφαλιστή.
2.3. Η γνωστοποίηση πρέπει να γίνεται εγγράφως με τη συμπλήρωση και την αποστολή στον ασφαλιστή (στα Κεντρικά γραφεία ή στο υποκατάστημα) συμπληρωμένου εντύπου «Γνωστοποίηση ασφαλιστικής περίπτωσης» (το έντυπο επισυνάπτεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο). Η ειδοποίηση μπορεί επίσης να γίνει με φαξ ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με τηλεφώνημα στην ομάδα κινητής τηλεφωνίας. Η κοινοποίηση καταγράφεται σε ειδικό ημερολόγιο και πιστοποιείται με αριθμό εισερχομένων και ημερομηνία.
- Η υποχρέωση που προκύπτει από το σημείο 2.1. δεν ισχύει για τρίτους που έχουν υποστεί ζημία.
- ΥΠΟΒΟΛΉ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΉ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
3.1. Οι ασφαλιστικές αξιώσεις υποβάλλονται γραπτώς μαζί με την κοινοποίηση ή μετά από αυτήν. Η υποβολή της απαίτησης δεν περιορίζεται χρονικά, αλλά ο ασφαλιστής μπορεί να αρνηθεί την πληρωμή, εάν η καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία εξακρίβωσης των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη το ασφαλιστικό γεγονός ή/και του ύψους της ζημίας.
3.2. Ο ασφαλιστής καταγράφει κάθε απαίτηση σε χωριστό μητρώο για τον αντίστοιχο τύπο ασφάλισης. Στο μητρώο καταγράφει την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε η απαίτηση και, απέναντί της, έναν μοναδικό αριθμό που πιστοποιεί κάθε απαίτηση που υποβλήθηκε,
3.3. Ο μοναδικός αριθμός (αριθμός απαίτησης) και η ημερομηνία αποδοχής της απαίτησης παρέχονται στον λήπτη της ασφάλισης.
3.4. Κατά την αποδοχή της απαίτησης, ο υπάλληλος του ασφαλιστή ενημερώνει εγγράφως τον λήπτη της ασφάλισης για όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να προσκομίσει για να αποδείξει τη βασιμότητα και το ποσό της απαίτησής του.
3.5. Εάν ο υπεύθυνος αποζημιώσεων διαπιστώσει κατά την προκαταρκτική εξέταση των εγγράφων ότι υπάρχει λόγος άρνησης πληρωμής: π.χ. επειδή το πρόσωπο που υποβάλλει την απαίτηση δεν είναι λήπτης της ασφάλισης, δεν έχει δικαιώματα και πληρεξούσιο – το ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν είναι σε ισχύ κατά την ημερομηνία του συμβάντος – δεν έχει επέλθει καλυπτόμενος κίνδυνος ή υπάρχει αποκλεισμός από την κάλυψη ή υφίσταται οποιοσδήποτε άλλος λόγος άρνησης, ειδοποιεί το πρόσωπο, αλλά δεν αρνείται να καταχωρίσει την απαίτηση στο ειδικό μητρώο. Σε κάθε περίπτωση, η Εταιρεία αποφασίζει οριστικά με τον τρόπο και εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στους παρόντες κανόνες.
4.ΣΥΛΛΟΓΉ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΊΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΎΨΟΥΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ
4.1. Είναι ευθύνη του ασφαλισμένου να αποδείξει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και το ύψος της ζημίας. Για την εκπλήρωσή της, ο ασφαλισμένος οφείλει:
4.1.1. να υποβάλει στον ασφαλιστή τα έγγραφα που απαιτούνται βάσει των Γενικών όρων για τον αντίστοιχο τύπο ασφάλισης, σύμφωνα με το Παράρτημα υπ’ αριθμ. 1 του παρόντος Κανονισμού.
4.1.2. να προσκομίσει πρόσθετα έγγραφα που ζητά ο ασφαλιστής, τα οποία σχετίζονται άμεσα με την επέλευση του συμβάντος και ζητούνται σύμφωνα με το άρθρο 105 παράγραφοι 3 και 4 του Ασφαλιστικού Κώδικα (ΑΚ),
4.1.3. να διατηρήσει τα ασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται κατά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης,
4.1.4. να παρέχει στον ασφαλιστή την ευκαιρία να επιθεωρήσει τα περιουσιακά στοιχεία που υπέστησαν ζημία από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης.
4.2. Όταν η απαίτηση υποβάλλεται από ασφαλισμένο πρόσωπο, ο ασφαλιστής του κοινοποιεί τα πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία (τα οποία δεν προβλέπονταν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο κατά τη σύναψή της, αλλά σχετίζονται άμεσα με το συμβάν και είναι απαραίτητα για τον καθορισμό της βασιμότητας και του ποσού της απαίτησής του) το αργότερο εντός 45 ημερών από την υποβολή των αποδεικτικών στοιχείων που ορίζονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
4.3. Όταν η απαίτηση υποβάλλεται από ζημιωθέντα στο πλαίσιο ασφάλισης «Αστικής ευθύνης» έναντι τρίτων ή από δικαιούχο τρίτου στο πλαίσιο άλλης ασφάλισης, ο ασφαλιστής τον ενημερώνει για τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να προσκομίσει για να τεκμηριώσει τη βασιμότητα και το ποσό της απαίτησής του. Πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να ζητηθούν μόνο εάν η ανάγκη τους δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τον χρόνο υποβολής της απαίτησης και το αργότερο εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται σύμφωνα με την πρώτη πρόταση.
4.4. Δεν επιτρέπεται να ζητούνται αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ο λήπτης της ασφαλιστικής υπηρεσίας δεν μπορεί να αποκτήσει λόγω υφιστάμενων κανονιστικών εμποδίων ή λόγω έλλειψης νομικής δυνατότητας παροχής τους, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία μπορούν εύλογα να εκτιμηθούν ως μη ουσιώδη για τον καθορισμό της βασιμότητας και του ποσού της απαίτησης και τα οποία αποσκοπούν στην αδικαιολόγητη καθυστέρηση και παράταση της διαδικασίας διακανονισμού της απαίτησης.
4.5. Οι υπάλληλοι του ασφαλιστή εξηγούν στον λήπτη της ασφαλιστικής υπηρεσίας τα δικαιώματά του σύμφωνα με το άρθρο 106 του Ασφαλιστικού Κώδικα σε σχέση με τη διαπίστωση της ασφαλιστικής περίπτωσης και της ζημίας που προκλήθηκε από αυτήν (δικαίωμα ενημέρωσης από τις αρχές του Υπουργείου Εσωτερικών, τις ανακριτικές αρχές, τις λοιπές κρατικές αρχές, τον προσωπικό ιατρό, τα ιατρικά και υγειονομικά ιδρύματα και τα πρόσωπα που δικαιούνται να πιστοποιήσουν την επέλευση των περιστάσεων, καθώς και επικυρωμένα αντίγραφα εγγράφων) και τον βοηθούν στην απόκτηση αυτών των πληροφοριών.
4.6.Η υποβολή των αποδεικτικών στοιχείων αποδεικνύεται με την υπογραφή ενός υπαλλήλου του ασφαλιστή σε έντυπο απογραφής που επισυνάπτεται στο φάκελο. Αντίγραφο της απογραφής δίδεται στον ασφαλισμένο.
- ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΊΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΚΛΗΘΕΙΣΑΣ ΖΗΜΊΑΣ
5.1. Προκειμένου να διαπιστωθεί το ασφαλιστικό γεγονός και το ύψος της ζημίας, διενεργείται επιθεώρηση του ζημιωθέντος ακινήτου. Η επιθεώρηση διενεργείται από επιτροπή αποτελούμενη από έναν εκπρόσωπο του ασφαλιστή (ειδικός) και τον λήπτη της ασφάλισης (ή τον δεόντως εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του). Κατά τη διακριτική ευχέρεια του Ασφαλιστή, μπορεί να προσληφθεί εμπειρογνώμονας για την επιθεώρηση, τα δε έξοδα βαρύνουν τον Ασφαλιστή.
5.2. Εάν ο ασφαλισμένος διαφωνεί με την εκτίμηση, μπορεί να χρησιμοποιήσει εμπειρογνώμονα με δικά του έξοδα. Εάν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο εκτιμήσεων και δεν επιτευχθεί συμφωνία, επιλέγεται τρίτος εμπειρογνώμονας και από τα δύο μέρη που μοιράζονται και τα σχετικά έξοδα. Η γνωμοδότησή του είναι οριστική. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, η υπόθεση παραπέμπεται στο δικαστήριο από το δυσαρεστημένο μέρος.
5.3. Οι διαπιστωθείσες ζημίες απογράφονται και η απογραφή συντάσσεται εις τριπλούν – η πρώτη επισυνάπτεται στον καταρτισθέντα φάκελο της απαίτησης, η δεύτερη δίδεται στον ασφαλισμένο και η τρίτη – στον εμπειρογνώμονα για αξιολόγηση. Το έγγραφο «Απογραφή – Συμπέρασμα» υπογράφεται από όλα τα μέλη της επιτροπής.
- Μετά την ολοκλήρωση της επιθεώρησης, το γεγονός τεκμηριώνεται με φωτογραφικό υλικό.
- Με βάση την έρευνα, πραγματοποιείται εκτίμηση της ζημίας. Εάν είναι απαραίτητο, χρησιμοποιούνται μάρτυρες εμπειρογνωμόνων για τη διενέργεια της αξιολόγησης.
- ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΦΑΚΕΛΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΎ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ
6.1. Κάθε φάκελος ασφαλιστικής απαίτησης συμπληρώνεται με:
6.1.1. απογραφή όλων των εγγράφων που ζητούνται από τον ασφαλιστή και υποβάλλονται από τον λήπτη της ασφαλιστικής υπηρεσίας,
6.1.2. τα έγγραφα που υποβάλλει ο λήπτης της ασφαλιστικής υπηρεσίας,
6.1.3. τα συμπεράσματα της επιτροπής που διενήργησε την επιθεώρηση των ζημιών και άλλων εμπειρογνωμόνων και ειδικών,
6.1.4. συγκριτική εμπειρογνωμοσύνη και υπολογισμοί ζημιών,
6.1.5. έγγραφα και γνωμοδοτήσεις που έχουν ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές της υπόθεσης,
6.1.6. έκθεση που προτείνει το ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης ή προτείνει την άρνηση καταβολής της αποζημίωσης αυτής.
6.2. Η αποζημίωση στο πλαίσιο της ασφάλισης «Αστικής ευθύνης» των αυτοκινητιστών καθορίζεται από τον ασφαλιστή του υπαίτιου ασφαλισμένου σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και το Διάταγμα υπ’ αριθμ. 24 από τις 08.03.2006 σχετικά με την υποχρεωτική ασφάλιση βάσει του αρ. 249 παρ. 1 και 2 του Ασφαλιστικού Κώδικα και τη μεθοδολογία για τον διακανονισμό των απαιτήσεων αποζημίωσης ζημιών που έχουν προκληθεί σε μηχανοκίνητα οχήματα (ΦΕΚ τεύχος 25 από τις 24 Μαρτίου του 2006).
6.2.1. Η επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφάλισης «Αστικής ευθύνης» των αυτοκινητιστών αποδεικνύεται από τα σχετικά έγγραφα που προβλέπονται από τον Νόμο περί της Οδικής κυκλοφορίας, τους Κανονισμούς εφαρμογής του Νόμου περί της Οδικής κυκλοφορίας και τος λοιπές κανονιστικές πράξεις εφαρμογής του, καθώς και από κάθε άλλο έγγραφο που εκδίδεται από τις αρχές του Υπουργείου Εσωτερικών ή του δικαστικού σώματος.
6.2.3. Στις περιπτώσεις που η «Αστική ευθύνη» των ασφαλισμένων καθορίζεται από τις δικαστικές αρχές, μετά την έναρξη ισχύος της ετυμηγορίας ή της απόφασης, οι δικαιούχοι πρέπει να υποβάλουν στον ασφαλιστή επικυρωμένο αντίγραφο των οριστικών δικαστικών πράξεων μαζί με την αιτιολογία και το πρωτότυπο της διαταγής εκτελέσεως.
6.2.4. Σε περίπτωση θανάτου ή σωματικής βλάβης τρίτων, η αποζημίωση καθορίζεται από επιτροπή ασφαλιστικών εμπειρογνωμόνων του ασφαλιστή του υπαίτιου οδηγού ή δικαστικώς. Η Ασφαλιστική επιτροπή λειτουργεί βάσει των κανονισμών, Παράρτημα 2 του παρόντος Εσωτερικού Κανονισμού.
6.3. Η αποζημίωση για άλλα είδη ασφάλισης καθορίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:
6.3.1. Σε περίπτωση ζημίας σε ασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία, η αποζημίωση δεν υπερβαίνει την πραγματική αξία των ζημιωθέντων περιουσιακών στοιχείων. Η πραγματική αξία ζημιωθέντων περιουσιακών στοιχείων καθορίζεται από επιτροπή εμπειρογνωμόνων του ασφαλιστή και δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την αγοραία αξία του κατά την ημέρα επέλευσης του συμβάντος.
6.3.2. όταν τα περιουσιακά στοιχεία είναι ασφαλισμένα για ποσό μεγαλύτερο από την πραγματική του αξία, ο ασφαλιστής ευθύνεται μέχρι την πραγματική αξία και δεν υποχρεούται να επιστρέψει το ασφάλιστρο για το υπερβάλλον μέρος, εκτός εάν ο ασφαλισμένος ενήργησε με καλή πίστη.
6.3.3. όταν τα περιουσιακά στοιχεία είναι ασφαλισμένα για ποσό ασφάλισης χαμηλότερο από την πραγματική τους αξία, ο ασφαλιστής υπολογίζει την αποζημίωση σύμφωνα με έναν αναλογικό κανόνα.
6.3.4. όταν η ασφάλιση υπόκειται σε ρήτρα «του πρώτου κινδύνου», καταβάλλεται ολόκληρο το ποσό της ζημίας, αλλά όχι περισσότερο από το συμφωνηθέν ασφαλισμένο ποσό,
6.3.5. Όταν η ασφάλιση προβλέπει ρύθμιση για πληρωμή στο κόστος αντικατάστασης, καταβάλλεται ολόκληρο το ποσό της ζημίας, υπολογιζόμενο ως το κόστος αποκατάστασης του ίδιου τύπου περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων όλων των εγγενών εξόδων παράδοσης, κατασκευής, εγκατάστασης κ.λπ. χωρίς την εφαρμογή της απόσβεσης.
6.3.6. Ο Ασφαλιστής καταβάλλει επίσης τα απαραίτητα και εύλογα έξοδα για τη διάσωση των ζημιωθέντων περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων μεταφοράς καθώς και των εξόδων φόρτωσης και εκφόρτωσης εντός του ορίου του ασφαλισμένου ποσού.
6.4. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης που αναφέρεται στο σημείο 6.1.6, ο αρμόδιος υπάλληλος του ασφαλιστή πρέπει να βεβαιωθεί ότι η απαίτηση είναι αποδεδειγμένη ως προς τη βασιμότητα και το ποσό, δηλαδή ότι:
6.4.1. το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι σε ισχύ κατά την ημερομηνία επέλευσης του ασφαλιστικού συμβάντος,
6.4.2. έχουν καταβληθεί τα οφειλόμενα ασφάλιστρα,
6.4.2.1. όταν η ασφαλιστική περίπτωση επήλθε πριν από την πλήρη καταβολή του ασφαλίστρου από τον ασφαλισμένο, ο ασφαλιστής, μέσω του αρμόδιου υπαλλήλου του, μπορεί να αφαιρέσει το ποσό του οφειλόμενου ασφαλίστρου από το ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης
6.4.3. η ασφαλιστική περίπτωση καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής εξαιρέσεων,
6.4.4. δεν υπάρχει παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του ασφαλισμένου που να δικαιολογεί την άρνηση πληρωμής,
6.4.5 όλες οι περιγραφόμενες ζημίες είναι αποζημιώσιμες,
6.4.6. Δεν υπάρχει υπασφάλιση, έχουν υποβληθεί όλα τα απαραίτητα έγγραφα για τον φάκελο ζημίας.
6.5. Η εκτίμηση των αποζημιώσεων στο πλαίσιο της ασφάλισης «Casco αυτοκινήτου» πραγματοποιείται σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στο παρόν τμήμα και σύμφωνα με τους Ειδικούς κανόνες – Παράρτημα υπ’ αριθμ. 3.
- ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ
7.1. Η άρνηση καταβολής της αποζημίωσης πραγματοποιείται εφόσον συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις:
7.2. το ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία του συμβάντος,
7.3. η ασφαλιστική περίπτωση δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή οφείλεται σε αποκλεισμένο κίνδυνο,
7.4. υπάρχει ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του ασφαλισμένου, η οποία προβλέπεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ως λόγος άρνησης καταβολής της αποζημίωσης,
7.5. ο ασφαλισμένος έχει αρνηθεί να προσκομίσει έγγραφα απαραίτητα για την απόδειξη των λόγων καταβολής της αποζημίωσης, εφόσον αυτά ζητήθηκαν από τον ασφαλιστή σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 105 του Ασφαλιστικού Κώδικα,
7.6. ο ασφαλισμένος έχει προσκομίσει έγγραφα με ψευδές περιεχόμενο, αναληθή, πλαστά ή ψευδή έγγραφα ή έχει επιχειρήσει με άλλο τρόπο να εξαπατήσει ή να εξαπατήσει τον ασφαλιστή.
- ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ
8.1. Η αποζημίωση καταβάλλεται εντός 15 ημερών αφότου ο ασφαλισμένος ή οι τρίτοι ζημιωθέντες προσκομίσουν όλα τα απαιτούμενα έγγραφα σχετικά με τη διαπίστωση του συμβάντος και το ύψος της ζημίας το αργότερο εντός 3 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της απαίτησης αποζημίωσης.
8.1.2. Εάν διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει λόγος για την καταβολή αποζημίωσης ή ότι το ποσό της αποζημίωσης είναι μικρότερο από το ποσό που ζητά ο ζημιωθείς ή ότι ο λόγος και το ποσό της ζημίας δεν έχουν διαπιστωθεί πλήρως, ο ασφαλιστής υποχρεούται, εντός των προθεσμιών που αναφέρονται στο σημείο 8.1, να δώσει αιτιολογημένη γραπτή δήλωση στον ζημιωθέντα.
8.1.3. Όταν δεν συντρέχουν λόγοι άρνησης πληρωμής αλλά δεν έχουν διαπιστωθεί ορισμένες περιστάσεις, ο ασφαλιστής υποχρεούται να τις αναφέρει μαζί με τα αποδεικτικά μέσα για τη διαπίστωσή τους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 105 του Ασφαλιστικού Κώδικα,
8.2. Σε περίπτωση απόφασης πληρωμής ασφαλιστικής απαίτησης, ολόκληρος ο φάκελος διαβιβάζεται στο λογιστήριο προς πληρωμή. Η πληρωμή γίνεται με τραπεζικό έμβασμα, με τον τρόπο πληρωμής να επιλέγεται από τον ασφαλισμένο.
8.3. Μετά την πληρωμή, η λογιστική καταγράφει την ημερομηνία και το λογιστικό παραστατικό και στα δύο πρωτότυπα της έκθεσης, κρατώντας το ένα και διατηρώντας το άλλο για τον φάκελο των προκληθέντων ζημιών.
- ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ
9.1. Οι καταγγελίες των ληπτών ασφαλίσεων παραλαμβάνονται στο γραφείο διεκπεραίωσης της εταιρείας και η καταχώρισή τους πιστοποιείται με την εγγραφή αριθμού και ημερομηνίας. Οι καταγγελίες που υποβλήθηκαν στα παραρτήματα της ασφαλιστικής εταιρείας αποστέλνονται αμέσως στα Κεντρικά της γραφεία.
9.2. Οι καταγγελίες ανατίθενται για εξέταση στον Διευθύνοντα Σύμβουλο. Σε περίπτωση που αφορούν αιτία απόρριψης, ο Γενικός νομικός σύμβουλος της εταιρείας αποφασίζει σχετικά με την πορεία τους.
9.3. Η γραπτή απάντηση στην καταγγελία εξετάζεται και υπογράφεται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο.
- ΠΡΟΘΕΣΜΊΕΣ ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΏΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΈΟΥΝ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΠΑΡΌΝΤΕΣ ΚΑΝΌΝΕΣ
10.1. Η απαίτηση καταχωρείται αμέσως μετά την υποβολή της.
10.2. Η επιθεώρηση των ζημιωθέντων περιουσιακών στοιχείων πραγματοποιείται αμέσως και, εάν αυτό δεν είναι εφικτό, εντός τριών εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της απαίτησης.
10.3. Ο υπολογισμός του ύψους της ζημίας γίνεται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την επιθεώρηση και την υποβολή όλων των απαραίτητων εγγράφων στον σχετικό φάκελο.
10.4. Η σύνταξη της Έκθεσης ζημιών πραγματοποιείται εντός 5 εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση της συλλογής όλων των απαραιτήτων εγγράφων σχετικά με την προκληθείσα ζημία.
10.5. Η έκθεση του σημείου 10.4 εγκρίνεται ή επιστρέφεται για αναθεώρηση εντός δύο εργάσιμων ημερών από την υποβολή της.
10.6. Η επιστολή απόρριψης συντάσσεται, συμφωνείται και αποστέλλεται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την υποβολή της έκθεσης που προτείνει την απόρριψη.
10.7. Το Λογιστήριο καταβάλλει την αποζημίωση με τραπεζικό έμβασμα εντός 2 εργάσιμων ημερών από την υποβολή του φακέλου, με έκθεση υπογεγραμμένη από τους αρμόδιους υπαλλήλους.
10.8. Οι απαντήσεις στις καταγγελίες αποστέλλονται εντός 5 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της καταγγελίας στο φαξ των Κεντρικών γραφείων ή στο τμήμα διεκπεραίωσης.
- ΥΠΟΒΟΛΗ ΦΑΚΕΛΩΝ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΤΑΓΩΓΗΣ Ή ΓΙΑ ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ
11.1. Οι κλειστοί φάκελοι αποζημιώσεων, για τις οποίες υπάρχει νομική βάση άσκησης ανταγωγής, διαβιβάζονται στο Τμήμα «Ανταγωγές» της Διεύθυνσης «Αποζημιώσεων» στα Κεντρικά γραφεία της Εταιρείας.
11.2. Οι φάκελοι απαιτήσεων στα Κεντρικά γραφεία που έχουν κλείσει και για τις οποίες απαίτησης δεν υπάρχει νομική βάση άσκησης ανταγωγής υποβάλλονται για αρχειοθέτηση μετά την καταβολή της αποζημίωσης ή την αποστολή της επιστολής άρνησης.
11.3. Οι φάκελοι απαιτήσεων στα παραρτήματα που έχουν κλείσει και για τις οποίες απαιτήσεις δεν υπάρχει νομική βάση άσκησης ανταγωγής, διαβιβάζονται στα Κεντρικά γραφεία για αρχειοθέτηση μετά από έλεγχο της διαδικασίας εκκαθάρισης στα αντίστοιχα παραρτήματα.
- ΈΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΌΤΗΤΑΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΎ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ
12.1. Οι δραστηριότητες διακανονισμού απαιτήσεων εποπτεύονται από τη Διεύθυνση «Αποζημιώσεων» το Τμήμα «Επιθεώρησης» μέσω:
- προγραμματισμένων ελέγχων
- ελέγχων κατόπιν καταγγελιών και αιτήσεων ληπτών ασφαλιστικών υπηρεσιών,
- ελέγχου τήρησης των παρόντων κανονισμών κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, εξολοκλήρου ή με αντιπροσωπευτικά δείγματα.
12.2. Όταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα παρουσιάζει παρατυπίες, διενεργείται ολοκληρωμένος έλεγχος.
- ΛΉΨΗ ΑΝΑΤΡΟΦΟΔΌΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΈΡΕΥΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΊΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕΛΑΤΏΝ ΑΠΌ ΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΌΤΗΤΑ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΎ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ
Ο Διευθυντής της Διεύθυνσης «Αποζημιώσεων» υποχρεούται να καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για να λαμβάνει ανατροφοδότηση από τους πελάτες στους οποίους έχουν καταβληθεί αποζημιώσεις. Οι πληροφορίες συλλέγονται μέσω των πρακτορείων, των ασφαλιστικών πρακτόρων και μεσιτών και απευθείας από τους πελάτες.
Κάθε τρεις μήνες, ο Διευθυντής υποχρεούται να συνοψίζει τις πληροφορίες που συλλέγονται και να υποβάλλει έκθεση στο Διοικητικό συμβούλιο.